- γωνιόφυλλος
- γωνιόφυλλος, ον,A with pointed leaves, Thphr.HP1.10.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γωνιόφυλλος — η, ο (Α γωνιόφυλλος, ον) (για φυτά) αυτός που έχει μυτερά φύλλα … Dictionary of Greek
γωνιόφυλλα — γωνιόφυλλος with pointed leaves neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… … Dictionary of Greek